- περισυλλογή
- η1) собирание; подбирание; 2) перен. экономия (в ведении хозяйства)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περισυλλογή — η 1. περιμάζεμα, συγκέντρωση πραγμάτων: Διατάχθηκε η περισυλλογή όλων των παλιών εγγράφων. 2. οικονομική διαχείριση, νοικοκύρεμα: Περισυλλογή και οικονομία χρειάζεται το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισυλλογή — η, Ν 1. συγκέντρωση διασκορπισμένων και παραμελημένων πραγμάτων με σκοπό τη διαφύλαξή τους 2. διαχείριση τών οικονομικών με φειδώ, φειδωλή διαχείριση («το κράτος εφαρμόζει πολιτική αυστηρής περισυλλογής») 3. μτφ. η κατάσταση εκείνου που βρίσκεται … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
θεώρημα — (Μαθημ.). Πρόταση του τύπου: αν ισχύει Α, τότε θα ισχύει Β. Το Α χαρακτηρίζεται ως υπόθεση και το Β ως συμπέρασμα του θ. Η μετάβαση από την υπόθεση στο συμπέρασμα γίνεται με την απόδειξη. Η απόδειξη στηρίζεται στην υπόθεση, σε άλλα (ενδεχομένως)… … Dictionary of Greek
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε … Dictionary of Greek
αποδότης — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή και την ανύψωση των δεματίων των διαφόρων γεωργικών προϊόντων (σιτηρών, σανού κ.ά.), όταν αυτά πρόκειται να φορτωθούν, να τοποθετηθούν στην αλωνιστική μηχανή κλπ. Αποτελείται από ένα μακρύ … Dictionary of Greek
βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
εφησυχάζω — (ΑΜ ἐφησυχάζω) [ἡσυχάζω] αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω, ησυχάζω νεοελλ. 1. επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι, επαφίεμαι, ξεθαρρεύομαι 2. αμελώ, παραμελώ νεοελλ. μσν. ησυχάζω ψυχικά για κάτι, παύω ν ανησυχώ μσν. αποσύρομαι σε μονή… … Dictionary of Greek